- πολεμικώ
- πολεμικόςofmasc/neut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμικῷ — πολεμικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικῶι — πολεμικῷ , πολεμικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek